- εφτατόμαρος
- -η, -οαυτός που έχει γίνει με επτά δέρματα, που αποτελείται από εφτά τομάρια («δυνατότερο από την εφτατόμαρη ασπίδα τού Αίαντα», Καρκβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα-* + τομάρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek